- ἀραβῶ
- ἀραβέωrattlepres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀραβέωrattlepres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αραβώ — ἀραβῶ ( έω) (Α) [άραβος] 1. ηχώ, κάνω κρότο 2. (για τα δόντια) τρίζω … Dictionary of Greek
Ἀράβῳ — Ἄραβος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀράβῳ — ἄραβος gnashing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφαραβώ — ἀμφαραβῶ ( έω) και ἀμφαραβίζω (Α) κροτώ, ηχώ, κουδουνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἀραβῶ «κροταλίζω, κουδουνίζω»] … Dictionary of Greek
καράβῳ — κ̱αράβῳ , κάραβος horned masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)